- βήχω
- έβηξα1. έχω βήχα: Άρπαξα κρυολόγημα και βήχω συνεχώς.2. μιμούμαι το βήχα: Έβηξε διακριτικά για να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βήχω — βήχω, έβηξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βήχω — (Μ βήχω, Α βήσσω και βήττω) έχω βήχα νεοελλ. μιμούμαι τον ήχο του βήχα συνθηματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βήσσω < βηξ( χός), το δε βήχω < έβηξα, αόρ. του βήσσω, κατά το σχήμα: έβρεξα βρέχω, επρόσεξα προσέχω, έτρεξα τρέχω και με επίδραση του βήξ(… … Dictionary of Greek
ξεροβήχω — 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα, ενοχλούμαι από ξερό βήχα 2. βήχω επίτηδες για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου ή για να επισημάνω κάτι σε κάποιον («από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω...») … Dictionary of Greek
ξεροβήχω — ξερόβηξα 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα. 2. βήχω, κάνω πως βήχω για να με προσέξει κάποιος ή για να δώσω κάποιο σήμα: Μόλις ακούστηκε το ψέμα, ξερόβηξαν μερικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιβήσσω — ἐπιβήσσω (Α) βήχω ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βήσσω «βήχω»] … Dictionary of Greek
κοντοβήχω — (Μ κοντοβήχω) βήχω κοφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βήχω] … Dictionary of Greek
χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… … Dictionary of Greek
αναβήσσω — ἀναβήσσω (Α) [βήσσω] βήχω δυνατά και βγάζω φλέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βήσσω] … Dictionary of Greek
αποβήσσω — ἀποβήσσω (Α) βήχω για ν αποβάλω εκκρίματα … Dictionary of Greek
βήξιμο — το η ενέργεια του βήχω … Dictionary of Greek